- μυσταγωγικός
- -ή, -ὁ (Α μυσταγωγικός, -ή, -όν) [μυσταγωγός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυσταγωγίανεοελλ.φρ. «μυσταγωγική θεολογία» — μορφή τής λειτουργικής η οποία εξετάζει τη λειτουργία και γενικά τις τελετές όχι κατά την ιστορική τους εξέλιξη, αλλά από μυστική άποψη.
Dictionary of Greek. 2013.